χιονόμπαλα

χιονόμπαλα
η, Ν
μπάλα από χιόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + μπάλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιονιά — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Μαρτύρησε δια της πυράς επί Μαξιμιανού (245 – 310). * * * η, Ν 1. χιονιάς 2. χιονόμπαλα 3. βολή με χιονόμπαλα 4. μτφ. το λευκό χρώμα («τρελή σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη… …   Dictionary of Greek

  • χιονοβολή — η, Ν βολή με χιονόμπαλα, χιονοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Σύλλογος] …   Dictionary of Greek

  • χιονόσφαιρα — η, Ν 1. χιονόμπαλα 2. (οικον.) η χιονοστιβάδα 3. βοτ. κοινή ονομασία τού φυλλοβόλου μικρού δένδρου Viburnum opulus τού γένους βιβούρνο, που απαντά αυτοφυές στα ορεινά δάση τής Βόρειας Ελλάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”